προσεύχεται

προσεύχεται
προσεύχομαι
offer prayers
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσεὔχεται — προσεύχεται , προσεύχομαι offer prayers pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρητήρ — ἀρητήρ, ο (θηλ., ἀρήτειρα) (Α) [αράομαι] αυτός που προσεύχεται, ιερέας …   Dictionary of Greek

  • ευχέτης — ο, θηλ. ευχέτις (ΑΜ εὐχέτης, ου, θηλ. εὐχέτις, ιδος) αυτός που παρέχει ευχές, που προσεύχεται για κάποιον νεοελλ. φρ. «ὁ ἐν Χριστῷ εὐχέτης» φράση που προτάσσεται τής υπογραφής τών ανώτερων κληρικών …   Dictionary of Greek

  • ευχίστρα — εὐχίστρα, ἡ (Μ) αυτή που προσεύχεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευχίζω, κατά το σχήμα στολίζω: στολίστρα] …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κατευχίτης — κατευχίτης, ὁ (Μ) [κατευχή] αυτός που προσεύχεται, κυρίως ο μοναχός …   Dictionary of Greek

  • ονοματολάτρες — Αίρεση που αναπτύχθηκε το 1913 στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος. Ο εκεί μοναχός Ιλαρίων έγραψε θεολογικό σύγγραμμα με τον τίτλο Εις τα όρη του Καυκάσου. Στο σύγγραμμα αυτό υποστήριζε ότι το όνομα του θεού πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • παραρρητός — ή, όν, Α 1. (για πρόσ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συγκινήσει με λόγια 2. εκκλ. αυτός στον οποίο προσεύχεται κανείς, αυτός τον οποίο κάποιος λατρεύει 3. (για λόγια) συμβουλευτικός, παραινετικός, προτρεπτικός 4. παρηγορητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… …   Dictionary of Greek

  • προσεύχομαι — ΝΜΑ [εὔχομαι] κάνω προσευχή, απευθύνομαι νοερά, με λόγια ή με άσμα προς τον θεό, τους θεούς ή γενικά τις υπερφυσικές δυνάμεις, εκφράζω προς τον θεό ή τους θεούς ή προς τις υπερφυσικές δυνάμεις παράκληση, ευχαριστία ή δοξολογία (α. «προσεύχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”